- υλοτόμος
- bûcheron
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
υλοτόμος — υλοτόμος, ο και λατόμος, ο 1. αυτός που κόβει τα δέντρα του δάσους, ο ξυλοκόπος. 2. αυτός που εκμεταλλεύεται την ξυλεία δάσους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑλοτόμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υλοτόμος — ο / ὑλοτόμος, ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και ὑλητόμος, και δωρ. τ. ὑλατόμος, Α το αρσ. ως ουσ. ο υλοτόμος·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα τού δάσους, ξυλοκόπος νεοελλ. 1. αυτός που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ενός δάσους 2. το αρσ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
υλότομος — ον, Α 1. (για ξύλο) αυτός που κόπηκε στο δάσος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλότομον είδος φυτού που κόβεται στο δάσος, ή, κατ άλλους, σκουλήκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καλαμό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ.… … Dictionary of Greek
ὑλοτόμοιο — ὑλότομος cutting masc/fem/neut gen sg (epic) ὑλοτόμος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτόμοις — ὑλότομος cutting masc/fem/neut dat pl ὑλοτόμος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτόμοισι — ὑλότομος cutting masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὑλοτόμος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτόμοισιν — ὑλότομος cutting masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὑλοτόμος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτόμον — ὑλοτόμος masc/fem acc sg ὑλοτόμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτόμου — ὑλότομος cutting masc/fem/neut gen sg ὑλοτόμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοτόμους — ὑλότομος cutting masc/fem acc pl ὑλοτόμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)